ηγουμενοσύμβουλος

ηγουμενοσύμβουλος
ο
μοναχός που είναι μέλος τού μοναστηριακού συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγούμενος + σύμβουλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Αθ. Ευταξία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηγουμενοσύμβουλος — ο μέλος του μοναστηριακού συμβουλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”